τεϊοπότης

τεϊοπότης
ο , τεϊοπότις (-ιδος) η чаёвни|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τεϊοπότης" в других словарях:

  • τεϊοπότης — ο, Ν αυτός που πίνει συχνά τσάι, που τού αρέσει το τσάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τεϊοποσία — η, Ν. το να πίνει κανείς τσάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεϊοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τεϊοποτείο — το, Ν (λόγιος τ.) κατάστημα στο οποίο σερβίρεται αφέψημα τσαγιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεϊοπότης. Η λ., στον λόγιο τ. τεϊοποτεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»